Καλλίστοις

Καλλίστοις
Κάλλιστος
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλλίστοις — καλός beautiful masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθήγω — ΜΑ 1. διεγείρω, ερεθίζω 2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῑς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.) αρχ. ακονίζω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θήγω «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”